μικρήν

μικρήν
μῑκρήν , μικρός
small
fem acc sg (epic ionic)
μῑκρήν , σμικρός
small
fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεσμίδα — η (AM δεσμίς) [δέσμη] μικρή δέσμη (α. «δεσμίδες χαρτιού» β. «δεσμίδες χαρτονομισμάτων» γ. «μίνθης δεσμίδα μικρήν» ένα μικρό μάτσο δυόσμο) νεοελλ. ανατ. «δεσμίδα νευρική» συστοιχία από νευρικές ίνες συνταγμένες πυκνά και παράλληλα, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”